κληδών

κληδών
κληδών, -όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α)
1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.)
3. διάδοση, φήμη (α. «ὅτι παρὰ τοῖς παιδαρίοις τοῖς μικροτάτοις καὶ τοῖς γυναίοις κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν», Ανδοκ.
β. «τί δῆτα δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης ὠφέλημα γίγνεται», Σοφ.)
4. ένδοξη φήμη, δόξα, κλέος («κληδών ἀϋτεῖ» — κραυγάζει η δόξα μου, Αισχύλ.)
5. επίκληση («λιτὰς δὲ καὶ κληδόνας πατρῷους παρ' ουδέν αἰῶνα παρθένιον ἔθεντο», Αισχύλ.)
6. κραυγή
7. ονομασία, επωνυμία («γένος μὲν οἶδα κληδόνας τ' ἐπωνύμους», Αισχύλ.)
8. ως κύριο όν. ἡ Κληδών
προσωποποίηση τής φήμης ως θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός τ. είναι το κλε-ηδόν, που ανήκει στη λεξιλογική ομάδα τής λ. κλέος και εμφανίζει επίθημα -ηδών (πρβλ. αλγ-ηδών)
το -η- τού τ. κληηδών οφείλεται σε μετρικούς λόγους, ενώ το κληδών προήλθε με συναίρεση τών -ε- και -η- και πιθ. υπό την επίδραση τού κλῄζω. Η σημ. τής λ. «επίκληση» οφείλεται σε επίδραση τού καλῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κληδών — omen fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῄδων — κλείς clavis fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδόνα — κληδών omen fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδόνι — κληδών omen fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεηδών — κληδών omen fem nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόν — κληδών omen fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνα — κληδών omen fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνας — κληδών omen fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνες — κληδών omen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδόνι — κληδών omen fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”